κέντρο
[ˈkjendro]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zentrumουδέτερο | Neutrum, sächlich nκέντρο κεντρικό σημείοMittelpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mκέντρο κεντρικό σημείοMitteθηλυκό | Femininum, weiblich fκέντρο κεντρικό σημείοκέντρο κεντρικό σημείο
- Mittelpunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mκέντρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφκέντρο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Zentrumουδέτερο | Neutrum, sächlich nκέντρο κτήριο, ίδρυμακέντρο κτήριο, ίδρυμα
- Lokalουδέτερο | Neutrum, sächlich nκέντρο διασκεδάσεωςκέντρο διασκεδάσεως
- Zentraleθηλυκό | Femininum, weiblich fκέντρο τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφVermittlungθηλυκό | Femininum, weiblich fκέντρο τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφκέντρο τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, Telekommunikationτηλεφ
exemples
- κέντρο (της πόλης)Stadtmitteθηλυκό | Femininum, weiblich fInnenstadtθηλυκό | Femininum, weiblich f
- πολιτιστικό κέντροKulturzentrumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- κέντρο αποτοξίνωσηςEntziehungsanstaltθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples