„εκδίκηση“: θηλυκό εκδίκηση [ekˈðikjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Rache, Vergeltung Racheθηλυκό | Femininum, weiblich f εκδίκηση Vergeltungθηλυκό | Femininum, weiblich f εκδίκηση εκδίκηση exemples παίρνω εκδίκηση sich rächen παίρνω εκδίκηση από εκδίκηση aus Rache από εκδίκηση