δίψα
[ˈðipsa]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Durstαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίψαδίψα
- Durstαρσενικό | Maskulinum, männlich m (για nach)δίψα έντονη επιθυμία μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφHungerαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίψα έντονη επιθυμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφstarker Wunschαρσενικό | Maskulinum, männlich mδίψα έντονη επιθυμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφδίψα έντονη επιθυμία μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- δίψα αίματοςBlutrauschαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- δίψα για εκδίκησηRachedurstαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples