βόλτα
[ˈvolta]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Spaziergangαρσενικό | Maskulinum, männlich mβόλταRundeθηλυκό | Femininum, weiblich fβόλταβόλτα
- Spazierfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich fβόλτα με αυτοκίνητοβόλτα με αυτοκίνητο
- Umdrehungθηλυκό | Femininum, weiblich fβόλτα γύροςβόλτα γύρος
exemples
- πάω/κάνω βόλταspazieren (gehen)
- φέρνω κάποιον βόλταjemanden herumkriegen
- φέρνω κάτι βόλταes schaffen, es hinkriegen
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples