„αφού“: σύνδεσμος αφού [aˈfu]σύνδεσμος | Konjunktion, Bindewort konj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) nachdem, da, weil nachdem αφού χρονικό αφού χρονικό da, weil αφού αιτιολογικό αφού αιτιολογικό exemples αφού δε θέλω! ich will doch nicht! αφού δε θέλω!