„Spazierfahrt“: Femininum, weiblich SpazierfahrtFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) περίπατος, βόλτα περίπατοςMaskulinum, männlich | αρσενικό m (με αυτοκίνητο), βόλταFemininum, weiblich | θηλυκό f (με αυτοκίνητο) Spazierfahrt Spazierfahrt