βρίσκω
[ˈvrisko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <βρήκα; βρέθηκα>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- findenβρίσκωβρίσκω
- auffindenβρίσκω νεκρό, τραυματίαβρίσκω νεκρό, τραυματία
- βρίσκω συναντώ
- treffenβρίσκω ατυχία, σφαίραβρίσκω ατυχία, σφαίρα
- erfindenβρίσκω ανακαλύπτωβρίσκω ανακαλύπτω
- herausfinden, erratenβρίσκω μαντεύωβρίσκω μαντεύω
- βρίσκω έχω τη γνώμη
- aufbringenβρίσκω δύναμη, υπομονήβρίσκω δύναμη, υπομονή