έξοδο
[ˈeksoðo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fέξοδο χρηματικόέξοδο χρηματικό
- (Un-)Kostenπληθυντικός | Plural plέξοδο πληθυντικός | PluralplSpesenπληθυντικός | Plural plέξοδο πληθυντικός | PluralplAusgabenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplέξοδο πληθυντικός | Pluralplέξοδο πληθυντικός | Pluralpl
exemples
- έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl αποθήκευσηςLagerhaltungskostenπληθυντικός | Plural pl
- έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl αποστολήςVersandkostenπληθυντικός | Plural pl
- έξοδαπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl βενζίνηςBenzinkostenπληθυντικός | Plural pl
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples