ευχαρίστηση
[efxaˈristisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Zufriedenheitθηλυκό | Femininum, weiblich fευχαρίστησηευχαρίστηση
- Freudeθηλυκό | Femininum, weiblich fευχαρίστηση χαράWonneθηλυκό | Femininum, weiblich fευχαρίστηση χαράGefallenουδέτερο | Neutrum, sächlich nευχαρίστηση χαράευχαρίστηση χαρά
- Genugtuungθηλυκό | Femininum, weiblich fευχαρίστηση ικανοποίησηευχαρίστηση ικανοποίηση
- Vergnügenουδέτερο | Neutrum, sächlich nευχαρίστηση διασκέδασηευχαρίστηση διασκέδαση