Sicherung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ασφάλισηFemininum, weiblich | θηλυκό fSicherungSicherung
- εξασφάλισηFemininum, weiblich | θηλυκό fSicherung SicherstellungSicherung Sicherstellung
- ασφάλειαFemininum, weiblich | θηλυκό fSicherung auch | και, επίσηςa. Elektrizität, Elektrotechnik | ηλεκτρολογίαELEKSicherung auch | και, επίσηςa. Elektrizität, Elektrotechnik | ηλεκτρολογίαELEK
- αποθήκευσηFemininum, weiblich | θηλυκό fSicherung Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUTSicherung Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT