κυκλοφορία
[kjiklofoˈria]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- (Auto-)Verkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich mκυκλοφορία οδικήκυκλοφορία οδική
- Umlaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mκυκλοφορία χρήματος, προϊόντωνκυκλοφορία χρήματος, προϊόντων
- Vertriebαρσενικό | Maskulinum, männlich mκυκλοφορία βιβλίωνκυκλοφορία βιβλίων
- Kreislaufαρσενικό | Maskulinum, männlich mκυκλοφορία ιατρική | Medizinιατρκυκλοφορία ιατρική | Medizinιατρ
exemples
- οδική κυκλοφορίαStraßenverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κυκλοφορία πλοίωνSchiffsverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- κυκλοφορία στις μεγαλουπόλειςGroßstadtverkehrαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples