απότομος
[aˈpotomos], απότομη, απότομοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- απότομος ξαφνικός
- steilαπότομος δρόμοςαπότομος δρόμος
- scharfαπότομος στροφήαπότομος στροφή
- απότομος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- απότομη αλλαγήθηλυκό | Femininum, weiblich f θερμοκρασίαςplötzlicher Temperaturwechselαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
- απότομη μείωσηθηλυκό | Femininum, weiblich f κερδών οικονομία | WirtschaftοικονGewinneinbruchαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples