„αλκοόλ“: ουδέτερο αλκοόλ [alkoˈol]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Alkohol Alkoholαρσενικό | Maskulinum, männlich m αλκοόλ αλκοόλ exemples βρίσκομαι υπό την επήρεια αλκοόλ unter Alkoholeinfluss stehen βρίσκομαι υπό την επήρεια αλκοόλ