δηλητηρίαση
[ðilitiˈriasi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Vergiftungθηλυκό | Femininum, weiblich fδηλητηρίασηδηλητηρίαση
exemples
- τροφική δηλητηρίασηLebensmittelvergiftungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- Alkoholvergiftungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- δηλητηρίαση από καπνόRauchvergiftungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples