Trinkfestigkeit
Femininum, weiblich | θηλυκό fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- αυτοσυγκράτησηFemininum, weiblich | θηλυκό f στην κατανάλωση του αλκοόλTrinkfestigkeitTrinkfestigkeit