σωματικός
[somatiˈkos], σωματική, σωματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- körperlich, Körper-σωματικόςσωματικός
- physischσωματικός όχι ψυχικόςσωματικός όχι ψυχικός
exemples
- Gebrechlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σωματική αδυναμίαθηλυκό | Femininum, weiblich fZerbrechlichkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σωματική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich fkörperliche Ertüchtigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples