Traduction Grec-Allemand de "άσκηση"

"άσκηση" - traduction Allemand

άσκηση
[ˈaskjisi]θηλυκό | Femininum, weiblich f

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • Übungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άσκηση μαθηματικά | Mathematikμαθ αθλητισμός | Sportαθλ
    άσκηση μαθηματικά | Mathematikμαθ αθλητισμός | Sportαθλ
  • (Haus-)Aufgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άσκηση για το σπίτι
    άσκηση για το σπίτι
  • Trainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    άσκηση εξάσκηση
    άσκηση εξάσκηση
  • Ausübungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άσκηση επαγγέλματος
    άσκηση επαγγέλματος
  • Manöverουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    άσκηση πληθυντικός | Pluralpl στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
    άσκηση πληθυντικός | Pluralpl στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
  • Askeseθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άσκηση ασκητισμός
    άσκηση ασκητισμός
exemples
  • βάζω ασκήσεις
    βάζω ασκήσεις
  • άσκηση αναπνοής
    Atemübungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άσκηση αναπνοής
  • άσκηση γιόγκα
    Yogaübungθηλυκό | Femininum, weiblich f
    άσκηση γιόγκα
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
πυροσβεστική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Probealarmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πυροσβεστική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
χαλαρωτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Entspannungsübungθηλυκό | Femininum, weiblich f
χαλαρωτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρακτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Referendarzeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
πρακτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
προθεσμία για την άσκηση προσφυγής
Beschwerdefristθηλυκό | Femininum, weiblich f
προθεσμία για την άσκηση προσφυγής
υποχρεωτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Pflichtübungθηλυκό | Femininum, weiblich f
υποχρεωτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
πνευματική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Denksportαρσενικό | Maskulinum, männlich m
πνευματική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
σωματική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
körperliche Ertüchtigungθηλυκό | Femininum, weiblich f
σωματική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
αυτογενής άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
autogenes Trainingουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αυτογενής άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
θεραπευτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f
Bewegungstherapieθηλυκό | Femininum, weiblich f
θεραπευτική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich f

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :