πεδίο
[peˈðio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Ebeneθηλυκό | Femininum, weiblich fπεδίο πεδιάδαπεδίο πεδιάδα
- Gebietουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεδίο τομέας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφπεδίο τομέας μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Feldουδέτερο | Neutrum, sächlich nπεδίο φυσπεδίο φυσ
exemples
- μαγνητικό πεδίοMagnetfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πεδίο μάχηςSchlachtfeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- πεδίο αρμοδιότηταςZuständigkeitsbereichαρσενικό | Maskulinum, männlich m
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples