„Gefechtsübung“: Femininum, weiblich GefechtsübungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) άσκηση στο πεδίο της μάχης άσκησηFemininum, weiblich | θηλυκό f στο πεδίο της μάχης Gefechtsübung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL Gefechtsübung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL