ανεβαίνω
[aneˈveno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t &αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- hinaufgehenανεβαίνωανεβαίνω
- hinaufsteigenανεβαίνωανεβαίνω
- sich erhöhenανεβαίνω ενοίκιοανεβαίνω ενοίκιο
- hinauffahrenανεβαίνω με ασανσέρ, όχημαανεβαίνω με ασανσέρ, όχημα
- einsteigen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ανεβαίνω σε όχημαανεβαίνω σε όχημα
- steigen (σε auf+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ανεβαίνω σε βουνό, σκεπή, άλογοανεβαίνω σε βουνό, σκεπή, άλογο
- besteigen (σεαιτιατική | Akkusativ akk)ανεβαίνω βουνόανεβαίνω βουνό
- ansteigenανεβαίνω δρόμοςανεβαίνω δρόμος
- steigenανεβαίνω νερό, πυρετόςανεβαίνω νερό, πυρετός
- vorankommen, es zu etwas bringenανεβαίνω κοινωνικά, επαγγελματικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανεβαίνω κοινωνικά, επαγγελματικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ