„hinaufsteigen“: intransitives Verb hinaufsteigenintransitives Verb | αμετάβατο ρήμα v/i <Hilfsverb sein | βοηθητικό ρήμα seins.> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) ανεβαίνω, έρχομαι επάνω, ανηφορίζω ανεβαίνω, έρχομαι επάνω, ανηφορίζω hinaufsteigen hinaufsteigen