„geschützt“: Adjektiv geschütztAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) προστατευμένος προστατευμένος geschützt Tierart, Pflanzen geschützt Tierart, Pflanzen exemples geschütztes Leerzeichen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT διάστημαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n χωρίς διακοπή geschütztes Leerzeichen Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT geschützte Marke προστατευμένο εμπορικό σήμαNeutrum, sächlich | ουδέτερο n geschützte Marke geschützter Platz προφυλαγμένο μέροςNeutrum, sächlich | ουδέτερο n geschützter Platz geschützter Trennstrich Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT διαχωριστικόNeutrum, sächlich | ουδέτερο n χωρίς διακοπή geschützter Trennstrich Computer | ηλεκτρονικός υπολογιστήςCOMPUT masquer les exemplesmontrer plus d’exemples