διάστημα
[ðiˈastima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Abstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάστημα απόστασηEntfernungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάστημα απόστασηδιάστημα απόσταση
- Zeitspanneθηλυκό | Femininum, weiblich fδιάστημα χρόνοςZeitraumαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάστημα χρόνοςδιάστημα χρόνος
- Weltraumαρσενικό | Maskulinum, männlich mδιάστημα αστρονομία | Astronomieαστρον άπειροAllουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάστημα αστρονομία | Astronomieαστρον άπειροδιάστημα αστρονομία | Astronomieαστρον άπειρο
- Intervallουδέτερο | Neutrum, sächlich nδιάστημα μουσδιάστημα μουσ
exemples