„ungefährdet“: Adjektiv ungefährdetAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) μη απειλούμενος, εκτός κινδύνου μη απειλούμενος, εκτός κινδύνου ungefährdet ungefährdet