„fertigmachen“: transitives Verb fertigmachentransitives Verb | μεταβατικό ρήμα v/t umgangssprachlich | οικείοumg Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) το άγχος στο σχολείο με εξαντλεί τελείως οι συνάδελφοί του τον ενοχλούν συνέχεια exemples der Stress in der Schule macht mich völlig fertig το άγχος στο σχολείο με εξαντλεί τελείως der Stress in der Schule macht mich völlig fertig die Kollegen machen ihn immer fertig οι συνάδελφοί του τον ενοχλούν συνέχεια die Kollegen machen ihn immer fertig