Besetzung
Femininum, weiblich | θηλυκό f <-; -en>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- κατάληψηFemininum, weiblich | θηλυκό fBesetzung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILκατοχήFemininum, weiblich | θηλυκό fBesetzung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILBesetzung Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- διανομήFemininum, weiblich | θηλυκό f των ρόλωνBesetzung Theater | θέατροTHEATBesetzung Theater | θέατροTHEAT