Einzug
Maskulinum, männlich | αρσενικό m <-(e)s; Einzüge>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- εγκατάστασηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinzug in WohnungμετακόμισηFemininum, weiblich | θηλυκό fEinzug in WohnungEinzug in Wohnung
- εισβολήFemininum, weiblich | θηλυκό fEinzug Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMILEinzug Militär, militärisch | στρατιωτικός όροςMIL
- είσοδοςFemininum, weiblich | θηλυκό fEinzug ins ParlamentEinzug ins Parlament