κατάληψη
[kaˈtalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Einnahmeθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάληψη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατBesetzungθηλυκό | Femininum, weiblich fκατάληψη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατκατάληψη στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατ
- Sit-inουδέτερο | Neutrum, sächlich nκατάληψη σε απεργίακατάληψη σε απεργία
exemples
- κατάληψη θέσηςStellenbesetzungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- κατάληψη σπιτιούHausbesetzungθηλυκό | Femininum, weiblich f