διανομή
[ðianoˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Verteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιανομή μοίρασμαAusgabeθηλυκό | Femininum, weiblich fδιανομή μοίρασμαZuteilungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιανομή μοίρασμαδιανομή μοίρασμα
- Zustellungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιανομή ταχυδρομείουδιανομή ταχυδρομείου
- Ausschüttungθηλυκό | Femininum, weiblich fδιανομή οικονομία | Wirtschaftοικονδιανομή οικονομία | Wirtschaftοικον
exemples
- διανομή εξοπλισμούMaterialausgabeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διανομή με δελτίοRationierungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- διανομή των ρόλων θέατρο | TheaterθεατBesetzungθηλυκό | Femininum, weiblich f