„beiderlei“: Adjektiv beiderleiAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) και από τους δύο και από τους δύο beiderlei beiderlei exemples beiderlei Geschlechts αμφοτέρων των φύλων, και από τα δύο φύλα beiderlei Geschlechts