„zweierlei“: Adjektiv zweierleiAdjektiv | επίθετο, ως επίθετο adj Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) δύο ειδών, δύο διαφορετικοί δύο ειδών, δύο διαφορετικοί zweierlei von unterschiedlicher Art zweierlei von unterschiedlicher Art