όρκος
[ˈorkos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Eidαρσενικό | Maskulinum, männlich mόρκος νομικός όρος | RechtswesenνομSchwurθηλυκό | Femininum, weiblich fόρκος νομικός όρος | Rechtswesenνομόρκος νομικός όρος | Rechtswesenνομ
- Gelübdeουδέτερο | Neutrum, sächlich nόρκος για θρησκευτικούς λόγουςGelöbnisουδέτερο | Neutrum, sächlich nόρκος για θρησκευτικούς λόγουςόρκος για θρησκευτικούς λόγους