όργανο
[ˈorɣano]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Organουδέτερο | Neutrum, sächlich nόργανο βιολογία | Biologieβιολόργανο βιολογία | Biologieβιολ
- Instrumentουδέτερο | Neutrum, sächlich nόργανο μουσόργανο μουσ
- Orgelθηλυκό | Femininum, weiblich fόργανο εκκλησιαστικόόργανο εκκλησιαστικό
- Mittelουδέτερο | Neutrum, sächlich nόργανο μέσο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφόργανο μέσο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Werkzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich nόργανο εργαλείο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφόργανο εργαλείο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
exemples
- όργαναπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl μέτρησηςArmaturenπληθυντικός | Plural pl
- όργανο ακοήςHörorganουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- όργανο βασανιστηρίωνFolterinstrumentουδέτερο | Neutrum, sächlich n
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples