„Werkzeug“: Neutrum, sächlich WerkzeugNeutrum, sächlich | ουδέτερο n <-(e)s; -e> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) εργαλείο, εργαλεία, όργανο εργαλείοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Werkzeug einzelnes Werkzeug einzelnes εργαλείαNeutrum Plural | πληθυντικός ουδετέρου npl Werkzeug kollektiv Werkzeug kollektiv όργανοNeutrum, sächlich | ουδέτερο n Werkzeug in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig Werkzeug in übertragenem Sinn | μεταφορικάfig