φτάνω
[ˈftano]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- ankommenφτάνω στον προορισμόφτάνω στον προορισμό
- eingehenφτάνω γράμμαφτάνω γράμμα
- reichen, ausreichen, genug sein, genügenφτάνω επαρκώφτάνω επαρκώ
- gelangen (σε zu)φτάνω καταλήγωφτάνω καταλήγω
- sich erstrecken, reichen (μέχρι, ως bis)φτάνω εκτείνομαιφτάνω εκτείνομαι
- nahenφτάνω πλησιάζω για χειμώναφτάνω πλησιάζω για χειμώνα
exemples
- φτάνει (πια)!es reicht (jetzt)!
- φτάνω σε συμφωνίαeine Übereinkunft erzielen
- φτάνω σε κ-ν/κ-ιan j-n/etw heranreichen
φτάνω
[ˈftano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -σμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- erreichenφτάνω προλαβαίνω, πετυχαίνωφτάνω προλαβαίνω, πετυχαίνω
- herankommen an+αιτιατική | +Akkusativ +akkφτάνω μπορώ να πιάσωφτάνω μπορώ να πιάσω
- einholenφτάνω προλαβαίνω κάποιονφτάνω προλαβαίνω κάποιον