„δαχτυλάκι“: ουδέτερο δαχτυλάκι [ðaxtiˈlakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Fingerchen Fingerchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n δαχτυλάκι δαχτυλάκι exemples δεν φτάνω κάποιον ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι οικείο | umgangssprachlichοικ jemandem nicht das Wasser reichen können δεν φτάνω κάποιον ούτε στο μικρό του δαχτυλάκι οικείο | umgangssprachlichοικ