„Steuervergünstigung“: Femininum, weiblich SteuervergünstigungFemininum, weiblich | θηλυκό f Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) φορολογικές ελαφρύνσεις φορολογικές ελαφρύνσειςFemininum Plural | πληθυντικός θηλυκού fpl Steuervergünstigung Steuervergünstigung