„παριστάνω“: μεταβατικό ρήμα παριστάνω [parisˈtano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) darstellen darstellen παριστάνω ζωγραφιά παριστάνω ζωγραφιά exemples παριστάνω τον κουτό υποκρίνομαι sich dumm stellen. παριστάνω τον κουτό υποκρίνομαι παριστάνω τον άρρωστο sich krank stellen παριστάνω τον άρρωστο παριστάνω τον νεκρό sich tot stellen παριστάνω τον νεκρό