θεματικός
[θematiˈkos], θεματική, θεματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- thematischθεματικόςθεματικός
exemples
- Themenabendαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- θεματικός τομέαςαρσενικό | Maskulinum, männlich mFachrichtungθηλυκό | Femininum, weiblich f