τελευταία
[telefˈtea]επίρρημα | Adverb advVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- neulich, neuerdings, kürzlichτελευταίατελευταία
- zuletztτελευταία τελικάτελευταία τελικά