„neulich“: Adverb neulichAdverb | επίρρημα adv Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) πρόσφατα, τις προάλλες, τελευταία πρόσφατα, τις προάλλες, (τώρα) τελευταία neulich neulich