σπερματικός
[spermatiˈkos], σπερματική, σπερματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- σπερματικός πόροςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSamenleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- σπερματικός τόνοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mSamenstrangαρσενικό | Maskulinum, männlich m