„πόρος“: αρσενικό πόρος [ˈporos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) Pore, Furt Poreθηλυκό | Femininum, weiblich f πόρος του δέρματος πόρος του δέρματος Furtθηλυκό | Femininum, weiblich f πόρος για να διασχίσει κάποιος ποτάμι πόρος για να διασχίσει κάποιος ποτάμι