„σηκώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα σηκώνομαι [siˈkonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) aufstehen, sich erheben, sich sträuben, aufkommen aufstehen, sich erheben σηκώνομαι σηκώνομαι sich sträuben σηκώνομαι μαλλιά σηκώνομαι μαλλιά aufkommen σηκώνομαι άνεμος σηκώνομαι άνεμος exemples μη σηκώνεστε! bleiben Sie sitzen! μη σηκώνεστε!