„σέρνω“: μεταβατικό ρήμα σέρνω [ˈserno]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-υρα; -ύρθηκα; -υρμένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) schleifen, zerren, ziehen, schleppen schleifen, zerren σέρνω πάνω στο έδαφος σέρνω πάνω στο έδαφος ziehen σέρνω τραβώ σέρνω τραβώ schleppen σέρνω κουβαλώ σέρνω κουβαλώ exemples σέρνω μαζί μου mitschleppen σέρνω μαζί μου