πυροσβεστικός
[pirozvestiˈkos], πυροσβεστική, πυροσβεστικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
exemples
- πυροσβεστική άσκησηθηλυκό | Femininum, weiblich fProbealarmαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- πυροσβεστική σκάλαθηλυκό | Femininum, weiblich fFeuerwehrleiterαρσενικό | Maskulinum, männlich m
-
masquer les exemplesmontrer plus d’exemples