σκάλα
[ˈskala]θηλυκό | Femininum, weiblich fVue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- Treppeθηλυκό | Femininum, weiblich fσκάλα σε κτήριοσκάλα σε κτήριο
- Treppenhausουδέτερο | Neutrum, sächlich nσκάλα κλιμακοστάσιοσκάλα κλιμακοστάσιο
- Leiterθηλυκό | Femininum, weiblich fσκάλα φορητήσκάλα φορητή
- Tonleiterθηλυκό | Femininum, weiblich fσκάλα μουσσκάλα μουσ
- Hafenplatzαρσενικό | Maskulinum, männlich mσκάλα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτσκάλα ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ
exemples
- κυλιόμενη σκάλαRolltreppeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- σκάλα διάσωσηςRettungsleiterθηλυκό | Femininum, weiblich f