Traduction Grec-Allemand de "ποσό"

"ποσό" - traduction Allemand

ποσό
[poˈso]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Vue d'ensemble de toutes les traductions

(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)

  • (Geld-)Summeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ποσό
    Betragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
    ποσό
    ποσό
exemples
  • ποσό αποζημίωσης
    Entschädigungssummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ποσό αποζημίωσης
  • ποσό δανεισμού
    Darlehenssummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
    ποσό δανεισμού
  • ποσό επικήρυξης
    Kopfgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n
    ποσό επικήρυξης
  • masquer les exemplesmontrer plus d’exemples
ορισμένο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Fixumουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ορισμένο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
μη φορολογητέο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Freibetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
μη φορολογητέο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ανώτατο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Höchstbetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ανώτατο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ελάχιστο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Mindestbetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
ελάχιστο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
πιστώνω ένα ποσό σε ένα λογαριασμό
πιστώνω ένα ποσό σε ένα λογαριασμό
αφορολόγητο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Steuerfreibetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αφορολόγητο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
διαφορικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Differenzbetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
διαφορικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ασφαλισμένο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Versicherungssummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
ασφαλισμένο ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
τελικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Endbetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
τελικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
χρηματικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Geldbetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
χρηματικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
καθαρό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Nettobetragαρσενικό | Maskulinum, männlich m
καθαρό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
κατατεθέν ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Hinterlegungssummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
κατατεθέν ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συνολικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
συνολικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
αστρονομικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n
Unsummeθηλυκό | Femininum, weiblich f
αστρονομικό ποσόουδέτερο | Neutrum, sächlich n

Donnez-nous votre avis !

Comment trouvez-vous le dictionnaire en ligne de Langenscheidt ?

Nous vous remercions pour votre évaluation !

Vous avez un commentaire concernant nos dictionnaires en ligne ?

Il manque une traduction, il y a une erreur ou vous voulez juste dire du bien de nous ? Il vous suffit de remplir le formulaire. L'adresse e-mail est facultative et ne sert qu'à répondre à vos demandes conformément aux règles de confidentialité.

Veuillez confirmer que vous êtes bien un être humain en cochant cette case.*

*Champ obligatoire

Veuillez remplir les champs marqués.

Nous vous remercions pour votre commentaire !

Rendez-nous visite au :