„πιστώνω“: μεταβατικό ρήμα πιστώνω [pisˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -θηκα; -μένος> Vue d'ensemble de toutes les traductions (Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction) gutschreiben gutschreiben πιστώνω οικονομία | Wirtschaftοικον πιστώνω οικονομία | Wirtschaftοικον exemples πιστώνω ένα ποσό σε ένα λογαριασμό eine Summe einem Konto gutschreiben πιστώνω ένα ποσό σε ένα λογαριασμό