πετώ
[peˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς; -αξα; -άχτηκα; -αγμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)
- werfenπετώ ρίχνωπετώ ρίχνω
- schmeißenπετώ οικείο | umgangssprachlichοικπετώ οικείο | umgangssprachlichοικ
- wegwerfenπετώ στα σκουπίδιαπετώ στα σκουπίδια
- hinauswerfenπετώ έξω, από το παράθυροπετώ έξω, από το παράθυρο
- rausschmeißen.πετώ χρήματαπετώ χρήματα
πετώ
[peˈto]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-άς; -αξα; -άχτηκα; -αγμένος>Vue d'ensemble de toutes les traductions
(Pour plus d'informations, cliquez sur/touchez la traduction)